- κοραῖος
- κοραῖος, α, ον,A of a maiden, ἠλακάτης δὲκοραίης Epic.inArch.Pap.7.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοραίος — κοραῑος, αία, ον (Α) [κόρη] πάπ. αυτός που ανήκει σε κόρη («ἠλακάτης δὲ κοραίης», πάπ.) … Dictionary of Greek
κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… … Dictionary of Greek